Τέο Ρόμβος: "Είμαι ο θεωρητικός των ατελείωτων ταινιών"
Ο συγγραφέας Τέος Ρόμβος μιλάει με την -για αρκετούς ίσως- απρόσμενη ιδιότητα του κινηματογραφιστή. Η συζήτηση, ένα μέρος μόνο της οποίας φτάνει μέχρι εδώ, έγινε το φθινόπωρο του 2008 στην Άνω Σύρο, σ’ ένα ταξίδι που σχεδιάστηκε ειδικά γι’ αυτό το σκοπό. Διαψεύδοντας τις φήμες και τις συμβουλές που με ακολουθούσαν, υπήρξε απέναντί μου υπομονετικός, ευγενής και φιλόξενος, ενώ η σύντροφος της ζωής του, η Χαρά, έλυνε ως δια μαγείας και με αξιοθαύμαστη διακριτικότητα κάθε πιθανό ή απίθανο πρόβλημα που θα μπορούσε να παρουσιαστεί. Σα να συνέχιζε μια κουβέντα που είχε αρχίσει πριν χρόνια, άνοιγα και έκλεινα το κασετοφωνάκι, από ένα σημείο και έπειτα πιο συχνά το δεύτερο, χωρίς να ξέρω πότε είχα μπροστά μου τον Τέο Ρόμβο και πότε έναν ήρωα από τα βιβλία του. Τα σύνορα ανάμεσα στη μυθοπλασία και την πραγματικότητα στο έργο του Ρόμβου είναι “φλου”, όχι γιατί κατ’ ανάγκην γράφει ή δεν γράφει «βιωματικά», αλλά γιατί όποια οπτική γωνία και να επιλέγει δεν παύει να υπηρετεί την ίδια αλήθεια.
Νίκος Μητρογιαννόπουλος
Τέο, μια από τις απορίες μου είναι αν το Ρόμβος είναι ψευδώνυμο…
Όχι, το όνομά μου είναι. Ρόμβος είναι το όνομά μου. Η καταγωγή μου είναι από την Τήνο και την Άνδρο, εκεί έχει πολλούς. Στην Άνδρο υπάρχει η περιοχή «ρομπέϊκα»- «Ρόμποι»- και στην Τήνο είναι «Ρόμβοι». Στην αρχαιότητα δε απ’ ό,τι έμαθα, η Χαρά μου το έχει εξηγήσει, ο «ρόμβος» ήταν «ρόμπος».
Πού γεννήθηκες;
Κουκακιώτης είμαι, από την Αθήνα. Κουκάκι έχω γεννηθεί και Καλλιθέα πήγαινα σχολείο, αλλά κοίταξε, δεκαέξι χρονών έχω φύγει από την Ελλάδα. Σχολείο πήγα μέχρι δεκαέξι χρονών στη Λαζαροπούλου, στην Καλλιθέα. Ιδιωτικό νυχτερινό. Μόνο τον πρώτο χρόνο πήγα σε σχολείο ημερήσιο, στο Κουκάκι, στο 6ο , στο Δημόσιο, και μετά στη Λαζαροπούλου, νυχτερινό.
Νυχτερινό γιατί; Δούλευες παράλληλα;
Ναι. Στον Πειραιά έχω δουλέψει δυο χρόνια, σε μια ναυτιλιακή εταιρία. Πιτσιρίκος ήμουνα κι όλη μέρα γύριζα στο λιμάνι, στη ζώνη. Ο Πειραιάς εκείνη την εποχή ήταν διαφορετικός απ’ ό,τι είναι σήμερα. Υπήρχε η «Ζώνη», μόνο γι’ αυτούς που είχανε σχέση με τα καράβια, που εργαζόντουσαν στα καράβια, τους ναυτικούς ας πούμε, και για τα ναυτιλιακά γραφεία, έμπαινες μόνο με πάσο και εκεί γινότανε λαθρεμπόριο. Δηλαδή πιτσιρικάς είδα πώς γίνεται το λαθρεμπόριο κατά κάποιο τρόπο. Κι απ’ την άλλη μεριά ήτανε τα μπουρδέλα, στην Τρούμπα. Όπως κοιτάζουμε από το λιμάνι προς τη θάλασσα, στο στόμιο του λιμανιού, δεξιά ήταν η Ζώνη, τα φορτηγά πλοία, δηλαδή από τον Άγιο Διονύσιο, η Δραπετσώνα, μπροστά εκεί που έχουν αποκαλύψει σήμερα το τοίχος του Πειραιά το αρχαίο και από αριστερά, η αριστερή πλευρά του λιμανιού, από εκεί που λέγεται σήμερα «Το ρολόι» αλλά δεν υπάρχει, εκεί που είναι αυτός ο ουρανοξύστης που γέρνει μέχρι την καθολική εκκλησία ήτανε η Τρούμπα. Η Φίλωνος, η Νοταρά, αυτοί οι δύο δρόμοι. Αυτές είναι εικόνες και ιστορίες όταν ήμουν δεκατεσσάρων-δεκαπέντε χρονών. Την έβγαζα σαν πιτσιρικάς στο δρόμο, γύριζα όλη μέρα έξω από το γραφείο, πήγαινα για δουλειές, και πότε πότε καθόμουνα και στα μπουρδέλα και με βλέπανε με συμπάθεια οι πουτάνες εκεί πέρα, γιατί ήμουνα πιτσιρίκος. Δεν ξέραν τι να κάνουνε μαζί μου. Και να με πηδούσανε δε θα βγάζανε τίποτα. Ούτε λεφτά είχα ιδιαίτερα. Τέλος πάντων, περνούσα, καθόμουνα, με κερνάγανε κι ένα καφέ, πήγαινα και στη Ζώνη κι έβλεπα το λαθρεμπόριο. Όλη μέρα ήμουνα στο τρεχαλητό.
Οι γονείς τι δουλειά κάνανε;
Ο πατέρας μου ήτανε γλύπτης, όμως εκείνη την εποχή δούλευε στο ΚΕΑ στο Κρατικό Εργοστάσιο Αεροπλάνων, σαν σχεδιαστής. Αργότερα πήγε στην ΤΑΕ, την αγόρασε ο Ωνάσης τότε, κι έμεινε εκεί κάποια χρόνια. Και η μητέρα μου επίσης εργαζόταν. Ο αδερφός μου ο μεγάλος – έχουμε μια διαφορά εφτά χρόνια- συνέχισε αυτό που έκανε ο πατέρας μου, τη γλυπτική. Εγώ δεν ήξερα τι να κάνω. Το σχολείο το μισούσα, ήταν καταναγκαστικό πράμα για μένα. Απελευθερώθηκα σαν άνθρωπος όταν, μεγάλος πια, γνώρισα μια καθηγήτρια που με βοήθησε να ξεπεράσω το μίσος που είχα μέσα μου για το σχολείο. Μ’ έκανε να το ξαναγαπήσω ή στην πραγματικότητα να το αγαπήσω για πρώτη φορά. Λίγο είχα αγαπήσει το σχολείο στην Πέμπτη Δημοτικού και Πρώτη Γυμνασίου, όταν γνώρισα δύο σημαντικά πρόσωπα. Στην Πέμπτη Δημοτικού ήταν ένας δάσκαλος, Δημητροκάλλης τ΄όνομα, που μας έκανε αυτό που ονομάζουν στην εκπαίδευση αλληλοδιδακτική. Δηλαδή το μάθημα το παρουσίαζαν τα παιδιά και όχι ο δάσκαλος. Ο δάσκαλος ήταν ο συντονιστής και παρατηρητής. Αυτή ήτανε πραγματικά μια καταπληκτική χρονιά για μένα, πιο δημιουργική τέλος πάντων. Εκεί ήμουνα ίσως από τους καλύτερους μαθητές. Και στην Πρώτη Γυμνασίου ο άνθρωπος που μας έκανε τα νέα Ελληνικά ήταν ο Γιάννης Σιδέρης, που ήτανε και είναι ο σημαντικότερος ιστορικός θεάτρου. Συναναστρεφόταν με καλλιτέχνες που πήγαιναν στο σπίτι του, πολύ σημαντικοί άνθρωποι. Και στο σπίτι του πηγαίναμε κι εμείς που ήμαστε πιτσιρίκια τότε, και ζούσαμε ας πούμε με ανθρώπους του θεάτρου. Ακούγαμε συζητήσεις και σπουδαίες κουβέντες. Ήτανε ο Πλωρίτης… Ήτανε κοπέλες σαν την Βουγιουκλάκη… Στο σπίτι του μαζευότανε ένας κόσμος μαγικός.
Στον κινηματογράφο πώς πέρασες;
Έχω γυρίσει σε διάφορα μέρη, έχω ζήσει σε πολλές χώρες. Κάποια στιγμή βρίσκομαι το 1966 στο Παρίσι. Απροσδιόριστα στο κεφάλι μου έχω να κάνω κάποια σχολή. Εκείνα τα χρόνια μ’ ενδιαφέρει πάρα πολύ το θέατρο και έχω διαβάσει πολύ για θέατρο. Έχω ξεκινήσει απ’ το θέατρο, για να φτάσω στον κινηματογράφο, για να εξηγούμαι. Όταν γυρίζω για λίγο στην Αθήνα, ο φίλος μου ο Γιάννης Φωτιάδης, (σπουδαίο ταλέντο στο γράψιμο), ήτανε ενθουσιασμένος με τον κινηματογράφο, όλο γι΄αυτό μίλαγε. Αυτός ήθελε να κάνει κινηματογράφο. Ε, μπαίνει μέσα στο μυαλό μου αυτό, χωρίς όμως να έχω ιδιαίτερη μανία με τον κινηματογράφο. Μ’ αρέσει το θέατρο πάρα πολύ, έχω κάνει και σχέδιο για λίγο καιρό, και το ‘66 βρίσκομαι στο Παρίσι μ’ αυτές τις γενικές ιδέες: να κάνω θέατρο ή και ζωγραφική. Και εκεί μου γεννιέται η ιδέα να κάνω κινηματογράφο. Δηλαδή άρχισε να μ’ ενδιαφέρει ο κινηματογράφος. Μ’ άρεσε σαν ιδέα, μ’ άρεσαν αυτά που έβλεπα από κινηματογραφικές ταινίες, είχα δει ότι υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος που είναι πνευματικός στον κινηματογράφο και δεν είναι μόνο ταινίες της πλάκας ας πούμε, που ήξερα σαν παιδί. Και αυτό ήταν το πρώτο ουσιαστικό πλησίασμα. Σκέφτηκα τον κινηματογράφο. Ήταν αδιανόητο να κάνω κάποια σχολή από αυτές που υπήρχαν, την IDHEC, τη Vaugirard ας πούμε ή κάποια άλλη, γιατί χρειάζονταν bacalaureat και χρειάζονταν χρήματα. Εγώ δεν είχα καθόλου χρήματα. Ζούσα σε μια απίστευτη φτώχεια, θα έπρεπε λοιπόν να προσαρμόσω αυτό που ήθελα να κάνω μέσα στις δικές μου δυνατότητες. Είχα την τύχη να συναντήσω έναν άνθρωπο με τον οποίο γίναμε φίλοι. Ήταν ένα χρόνο μικρότερος από μένα. Τώρα σου μιλάω είκοσι χρονών ήταν αυτός, είκοσι ένα εγώ. Ήταν ο Νίκος ο Θεοδοσίου, ο οποίος είναι σκηνοθέτης σήμερα. Με τον Νίκο αρχίσαμε να κάνουμε όνειρα, σκέψεις κλπ, πώς θα κάνουμε κινηματογράφο, πώς θα κάνουμε σχολή και τα λοιπά. Ψάχναμε. Κάποια στιγμή βρήκαμε μια άκρη, μια σχολή που την είχε εμπνευστεί ένας σημαντικός Γάλλος ντοκιμενταρίστας, ο Ζαν Ρους. Ένας άνθρωπος καινοτόμος, πρωτοπόρος, ένας άνθρωπος που έχει κάνει ουσιαστικά μία από τις πιο σημαντικές τάσεις του ντοκιμαντέρ, αυτός την έχει σκεφτεί, σαν φιλοσοφία, τον κινηματογράφο βεριτέ.
Ο Νίκος Θεοδοσίου είναι ο ίδιος που έχει γράψει εκείνη την καταπληκτική μελέτη, ο Μετανάστης Κινηματογράφος;
Ναι, ναι. Ο Νίκος είναι καρδιακός φίλος. Περάσαμε αμέτρητες ώρες συζητώντας πώς θα μπορέσουμε να κάνουμε σινεμά. Μέσα στα καφενεία, – στο καφέ Gymnase στο Boulevard Raspail. Και κάναμε παρέα με πιτσιρικάδες, παιδιά του Γυμνασίου, αγόρια και κορίτσια. Και είχαμε γίνει κι εμείς κομμάτι δικό τους, και τους ρωτάγαμε για τα σχέδια που είχανε και τους λέγαμε κι εμείς τι θέλουμε να κάνουμε. Όπως σου είπα δεν είχαμε φράγκο. Κάποια στιγμή βρήκαμε κάποια λίγα λεφτά με μικροδουλειές που κάναμε και αγοράσαμε μια μεταχειρισμένη μηχανή λήψης Zeiss. Δεκαεξάρα, με τρεις φακούς που αλλάζανε. Κι αυτό ήτανε το ξεκίνημά μας, αν θέλεις. Πρέπει να σου πω ότι βρεθήκαμε σ’ ένα Παρίσι το ’67, λίγο πριν τον Μάη, που ήτανε γεμάτο από Έλληνες κινηματογραφιστές. Επικεντρώνω σ’ αυτό, γιατί οι Έλληνες κινηματογραφιστές ήτανε τριάντα - σαράντα χρονών άνθρωποι, οι οποίοι γνωριζόντουσαν από τα στούντιο του Φίνου, είχανε δουλέψει σα βοηθοί εκεί, αρκετοί απ’ αυτούς μάλιστα είχανε συμβάλει παίζοντας μικρούς ρόλους σε μια ταινία του Δήμου του Θέου, το Κιέριον. Αυτά πρέπει να σου πω ότι είναι κατά κάποιο τρόπο ο μικρόκοσμός μου, γιατί ο Νίκος ήταν πιο πολύ φιλεργατιστής και πήγαινε σε άλλο καφενείο Στο Saint Michel. Εγώ σύχναζα στο Saint Claude, στον Άγιο Κλαύδιο, που περιγράφει ο Βασίλης Βασιλικός στο ομότιτλο βιβλίο του, και ήτανε το καφενείο των Ελλήνων κινηματογραφιστών. Βεβαίως πήγαιναν και άλλοι άνθρωποι εκεί, για παράδειγμα ο Βασιλικός με τη γυναίκα του καθόντουσαν κι αυτοί με τις ώρες, ο Δημήτρης Κολλάτος, ήρθε αργότερα το ’68 όπως και ο Δήμος Θέος, που την επόμενη χρονιά το ‘69 έρχεται στη Φρανκφούρτη και μένει στο σπίτι μου, ενώ ο Ροβήρος Μανθούλης μάλλον δεν πολυφαινόταν εκεί πέρα. Εκεί μπορώ να σου πω ποιοι ήτανε οι Έλληνες κινηματογραφιστές οι οποίοι και στη συνέχεια οργανώσαμε και πραγματοποιήσαμε την κατάληψη του ελληνικού σπιτιού στη Σιτέ το Μάη του 68 σα διαμαρτυρία για τη Χούντα των Συνταγματαρχών. Ήταν ο Φώτος Λαμπρινός, ο Κώστας Φέρρης, ο Γιάννης Φαφούτης, ο Σταύρος Κωνστανταράκος, ο Δημήτρης Σταύρακας, ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, ο Γιώργος Κατακουζηνός, ο Γιάννης Φραγκάκης, ο Νίκος Κούνδουρος που έμενε στη γειτονιά. Δε θέλω να ξεχάσω κάποιον τώρα, αλλά είναι γνωστά τα πρόσωπα, νομίζω πως τους αναφέρει και ο Βασιλικός. Σου είπα έναν πυρήνα.
Η Τόνια η Μαρκετάκη;
Η Μαρκετάκη – είχαμε κουβεντιάσει- δεν ξέρω πότε ήρθε, αλλά έμεινε λίγο, δεν της άρεσε αυτή η ατμόσφαιρα. Η Μαρκετάκη έφυγε από το Παρίσι κι έζησε στο Μαρόκο. Έζησε στην έρημο. Αυτό μου το ’χει αφηγηθεί η ίδια. Για να ξαναγυρίσω στον φίλο το Νίκο και πώς ξεκινήσαμε, εκεί στο cafe Gymnase, όπου γνωρίσαμε κάποιες παρέες παιδιών. Μεταξύ τους ήταν μια κοπελίτσα ελληνικής καταγωγής, γεννημένη στο Παρίσι, που αργότερα έγινε καλή συγγραφέας. Ο πατέρας της ήτανε γνωστός γλύπτης, ο Ιάσων Μολφέσης. Αυτή η κοπέλα ήταν η Μπλανς ή Λευκή Μολφέση και έγινε η μούσα μας… Τότε είναι δεκαέξι-δεκαεπτά χρονών η Μπλανς. Κάναμε γυρίσματα με τον Νίκο, διάφορα πράγματα από δω κι από κει, και πειραματιζόμαστε, πρέπει να σου πω. Κάποια δεκαεξάρια φιλμ που τ΄αγοράζαμε με θυσίες… Να πάρουμε ένα τριαντάμετρο, να το γυρίσουμε, το εμφανίζαμε, το βλέπαμε…
Έχεις κρατήσει αυτό το υλικό;
- Ναι, ναι, τα έχουμε αυτά. Τα έχω μόνο σε φιλμ. Είχα πει στο Νίκο να τα κάνει ντιβιντί, αλλά δεν ξέρω, τα έκανε, δεν τα έκανε. Τότε λοιπόν έχω γράψει το πρώτο μου σενάριο κι αποφασίζω να κάνω ταινία με πρωταγωνίστρια την Μπλανς. Κι έχω κι ένα φίλο πιτσιρικά ας πούμε, τον Φρανσουά Γκαρνιέ. Ο Φρανσουά υπήρξε γόνος της παριζιάνικης αστικής τάξης, οικογένεια με πολλά λεφτά, ο πατέρας ήταν για χρόνια διευθυντής στην Πεσινέ στην Ελλάδα, κι αυτό το παιδί σήμερα κατέληξε να ζει στο δρόμο. Αν ζει. Έγινε κλοσάρ.
Και κάνουμε την πρώτη ταινία με τη μηχανή μας, με υπόθεση. Η οποία ήτανε δεκάλεπτη και την έχω ονομάσει «1», γιατί ήτανε η πρώτη μου ταινία. Τρία πρόσωπα παίζανε, ήτανε ο Φρανσουά, ήτανε η Μπλανς και παίρνω κι έναν άλλο άνθρωπο που ήτανε κι αυτός πολιτικός πρόσφυγας, διωκόμενος από την Ελλάδα, ο αρχιτέκτονας ο Τάκης Γιαννακόπουλος. Ήτανε ο άντρας της Ντόρας Γιαννακοπούλου, της τραγουδίστριας. Κατ’ αρχήν κάνουμε πράξη όλα αυτά που έχουμε διαβάσει. Έχουμε στο μυαλό μας όλα αυτά περί τεχνικής λήψεων, αλλά δεν τα έχουμε πραγματοποιήσει ποτέ.
Σχολή δεν είχατε κάνει ακόμη;
- Όχι, αλλά ο Νίκος είχε παρακολουθήσει στην Αθήνα τη σχολή Κινηματογράφου Ιωαννίδη. Κι αυτός τα μαθήματα που έχει κάνει τα έχει κρατήσει σε τετράδιο, τα διαβάζω κι εγώ, εντάξει, κάπως έτσι ξεκινάμε. Αλλά πρέπει να σου πω ότι διαβάζουμε πάρα πολύ για κινηματογράφο και βλέπουμε πάρα πολύ κινηματογράφο, εγώ δουλεύω σαν κομπάρσος. Και πρέπει να σου πω επίσης ότι πάρα πολλοί Έλληνες κινηματογραφιστές δουλεύουνε σαν κομπάρσοι.
Στη συμμορία του Μπονό;
Ναι! Πού το ξέρεις;
Μα αφού το γράφεις στο Κείμενο Πάθος, αν δεν γελιέμαι…
Ναι, αλλά εδώ υπάρχει ένα παιχνίδι. Βάζω τα γυρίσματα της ταινίας στη Γερμανία, ενώ στην πραγματικότητα η ταινία γυρίστηκε στη Γαλλία. Παίζω πάντως σε πολλές ταινίες, κάνω τον κομπάρσο σε πολλές ταινίες. Η «Συμμορία Μπονό» ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα ταινία, αναρχική ταινία, τραγική κατά κάποιο τρόπο αλλά με ιστορικό πρόσωπο. Έχουμε περάσει νύχτες ολόκληρες μέσα σε βαγόνια με διάφορες αμφιέσεις, έχουμε παίξει πεντ’ – έξι ρόλους ο καθένας ως κομπάρσοι, μαζί καμιά εκατοστή Έλληνες σ’ αυτή την ταινία. Μέσα σ’ αυτή την ταινία γνώρισα τον Τίτο τον Πατρίκιο που είναι ένας καταπληκτικός άνθρωπος και μαζευόμαστε στα γυρίσματα, για να ακούμε αυτά που έλεγε. Ό,τι έλεγε ήτανε συγκλονιστικό. Συνέδεε πάρα πολλά ζητήματα με μια εξαιρετική ανάλυση. Αυτό μου έκανε εμένα εντύπωση από τον Πατρίκιο. Τον συνάντησα στη διάρκεια της Χούντας στην Αθήνα κάποιο καλοκαίρι που γύριζε στα μοναστήρια της Χώρας παριστάνοντας το Γάλλο και είχε διαφορετικές πινακίδες με άλλους αριθμούς μπρος-πίσω στο αυτοκίνητό του. Κανείς δε το είχε καταλάβει. Γελάσαμε πολύ εκείνη την ημέρα. Και πρέπει να σου πω και κάτι ακόμη που για μένα έχει σημασία, ότι ο Κωστανταράκος ήταν ο άνθρωπος που μας πήγε στο κομπαρσιλίκι…
Σε άλλες ταινίες που έχεις δουλέψει;
Ας πούμε μια ταινία ήταν «Ο Εγκέφαλος» του Ζεράρ Ουγιέ, μια σούπερ παραγωγή, τεράστια χρήματα, βλακώδης ταινία. Ο Ντέιβιντ Νίβεν έπαιζε, αμερικάνικη παραγωγή με πολλά λεφτά. Ο Ζεράρ Ουγιέ ήτανε ηθοποιός, που έγινε σκηνοθέτης. Στα γυρίσματα ερχόταν με τον Μπελμοντό και η Ούρσουλα Άντρες που ήταν τότε γκόμενά του. Έχω παίξει σε κάτι τέτοιες εμπορικές ταινίες, που δεν θυμάμαι τους τίτλους τώρα. Και έχει παίξει και ο Σταύρος Καπλανίδης που πέρσι έκανε την πολύ καλή ταινία για τον Χρήστο Βακαλόπουλο, το Play it again Χρήστο, και πήρε το βραβείο Κοινού στη Θεσσαλονίκη. Ο Σταύρος είναι καλός μου φίλος και ομογάλακτος, γεννηθήκαμε μαζί και θηλάσαμε από το ίδιο βυζί. Και ήταν μαζί στην παρέα μας. Αλλά με τον Σταύρο δεν έτυχε να κάνουμε μαζί ταινία, ενώ με τον Νίκο κάναμε ταινίες μαζί. Υπήρχε ακόμα ένα άλλο πρόσωπο που κι αυτός έγινε σκηνοθέτης αλλά μετά τα παράτησε. Ο Γιάννης ο Μαυροειδάκος, που έχει το ελληνικό βιβλιοπωλείο στο Παρίσι και κάνει κι εκδόσεις, «Δεσμό» το λέει, στο Μονπαρνάς.
Με το «1..» τι έγινε;
Κάναμε την ταινία, αλλά μοντάζ δεν ξέραμε. Στο σπίτι μου λοιπόν, που εγώ εν τω μεταξύ κατά κάποιον τρόπο είχα αποκατασταθεί οικονομικά, γιατί είχα γερμανική βοήθεια… Είχα μια γκόμενα από τη Γερμανία η οποία είχε πολλά φράγκα, είχα κι ένα πολύ ωραίο σπίτι, είχα τη δυνατότητα να ζω καλά και να γυρίζω και τις ταινίες μου κατά κάποιον τρόπο. Και είχα κάνει την πρώτη εταιρία παραγωγής που την ονόμασα «KotRomVoltz productions», και ήταν τα αρχικά από τη Λένα Κοτρώνη μια φίλη μου, κόρη εφοπλιστή, το δικό μου το Ρομ και το Φολτς που ήταν της Γερμανίδας γκόμενας που σου λέω.
Τι διάρκεια είχε τελικά η ταινία;
Γύρω στο δεκάλεπτο. Και θέμα της είχε το αγωνιώδες πρόβλημα της αβυσσαλέας σύγκρουσης μεταξύ των γενεών. Ήταν ένα καθίκι ηλικιωμένο που το υποδυόταν ο Γιαννακόπουλος που λέγαμε, και ήτανε και οι δύο πιτσιρικάδες ας πούμε, η Μπλανς και ο Φρανσουά. Τελειώνω τα γυρίσματα λοιπόν και έπρεπε να κάνω το μοντάζ. Ε, κάποια μέρα το είχα κουβεντιάσει με τον Κώστα Φέρρη που ήθελε να βοηθήσει, νοίκιασα κολέζα και μουβιόλα, ήρθε σπίτι και αρχίσαμε να κάνουμε μοντάζ. Είχε εμπειρία ο Κώστας. Μου έκανε μοντάζ και μας έδειξε και μοντάζ. Ερχόταν και ο Νίκος εκεί, μάθαμε να κάνουμε μοντάζ στο ποζιτίφ. Κάναμε τη κόπια εργασίας, που λέμε στα κινηματογραφικά. Μετά όμως μας έτρωγε ο κώλος μας και κάτσαμε και κάναμε μοντάζ αρνητικού μόνοι μας. Και το γαμήσαμε!
Το αρνητικό τελικά εκείνης της ταινίας υπάρχει;
Πώς, πώς… Υπάρχει. Πρέπει να σου πω ότι ξαναέκανα μοντάζ αργότερα στην ταινία με τον Δήμο Θέο, στη Γερμανία. Άλλη, δεύτερη ματιά. Έχω να δω τον Δήμο πολλά χρόνια. Δούλεψα στη «Διαδικασία» σα βοηθός. Πρέπει να σου πω ότι ο Δήμος ο Θέος- κατά τη γνώμη μου και με την εμπειρία που έχω από αυτά τα πράγματα, τέλος πάντων πέρασα κάποια χρόνια από τη ζωή μου μέσα στο χώρο του κινηματογράφου… Ο Δήμος Θέος, λοιπόν, και ο Κώστας ο Φέρρης- δεν θα αναφερθώ στον Αγγελόπουλο γιατί είναι μια άλλη ιστορία που πήρε το δρόμο της- γι’ αυτούς τους δύο όμως θέλω να πω ότι ξέρανε εκείνα τα χρόνια πιο πολύ κινηματογράφο από κάθε άλλον. Ξέρανε πάρα πολύ κινηματογράφο.
Τον Νικολαΐδη τον είχες γνωρίσει;
Όχι, δεν τον είχα γνωρίσει. Είχαμε μια ψιλοκόντρα επειδή του είχα γράψει κάτι στο περιοδικό που έβγαζα, την «Τρύπα», και είχε, τσαντιστεί και μου έκανε πόλεμο ας πούμε. Αλλά κι εγώ αν θέλεις αυτό που έγραψα το έγραψα τότε σαν κριτικός κινηματογράφου ως «Μάρλα Πέρδου», μαλαπέρδα δηλαδή, κι έγραψα τότε, επειδή έτσι ακουγότανε, ότι θα πάρει λεφτά από τον Λεφάκη, ένα ποδοσφαιρικό παράγοντα, για να κάνει ταινία. Κι αυτό με είχε εκνευρίσει, γιατί τον είχα περί πολλού τον Νικολαΐδη, γιατί πριν κάνει ταινία ακόμη τον θαύμαζα ως συγγραφέα του Οργισμένου Βαλκάνιου. Δεν έγινε τελικά και πρέπει γι΄ αυτό να μ’ έβριζε κιόλας. Μπορεί να έπαιξε ρόλο κι αυτό το δημοσίευμα. Σάρκαζα εγώ, κι ίσως να ‘τανε και ο λόγος που ποτέ δεν βρεθήκαμε. Αλλά για μας, την παρέα μου, στο λέω και πάλι, ήτανε πολύ σημαντικός.
Να επιστρέψουμε στην πρώτη ταινία;
Ναι. Τελειώσαμε το μοντάζ αλλά δεν έβαλα ήχο ποτέ. Ενώ είχα στο μυαλό μου και στο σενάριο ακριβώς τους διαλόγους και την μουσική…
Δεν είχες πάρει σύγχρονο ήχο;
Όχι δεν είχα δυνατότητα…Έτσι κι αλλιώς ήταν οφ όλα αυτά που θα έβαζα. Μετά κάναμε μια ταινία του Νίκου. Μια ιστορία που μου συνέβη τη διηγήθηκα στο Νίκο, του άρεσε, την έκανε σενάριο. Και γυρίσαμε αυτό, το δεύτερο φιλμάκι. Ο Νίκος νομίζω την έχει ντιβιντί. Όπου παίζω εγώ και η Μπλανς, που γίνεται μόνιμη πρωταγωνίστριά μας. Η Μπλανς έγινε αργότερα συγγραφέας και μεταφραστήκανε και στα ελληνικά τα βιβλία της. Με την Μπλανς υπάρχει μια τραγική ιστορία. Πριν από δυόμισι χρόνια ήτανε να πάμε στην Αθήνα Πρωτοχρονιά και επιμένει ο Νίκος να πάω από το Φιλίπ, το σινεμά, να βρεθούμε. Κι όπως πάμε εκεί και καθόμαστε στο φουαγιέ κάθεται κι ένα ζευγάρι δίπλα, κουβεντιάζουνε. Και κάποια στιγμή σηκώνεται από δίπλα από το ζευγάρι η κοπέλα κι έρχεται και μου μιλάει: «Δε με θυμάσαι;» Της λέω, όχι δεν μου λέει τίποτα το πρόσωπό σου. Και κάνανε πλάκα, γέλαγε ο Νίκος, και ήτανε η Μπλανς. Την οποία την είχε βρει, την είχε συναντήσει και είχανε στήσει τη συνάντηση. Και είναι αυτή η κοπέλα με τον σύντροφό της ο οποίος είναι ζωγράφος. Και εντάξει ήταν μια φοβερή έκπληξη για μένα, τράβηξε και κάτι φωτογραφίες η Χαρά, και φύγαμε με όρκους αγάπης και τα λοιπά, για να ξαναβρεθούμε εδώ πέρα, που θα ΄ρχότανε μετά από ενάμιση ή δυο μήνες. Και ένα μήνα μετά διαβάζουμε ότι σκοτώθηκε η Μπλανς μαζί με τον φίλο της, στον Πειραιά. Ένα πρωινό. Σκοτωθήκανε. Ζούσε στην Αίγινα η Μπλανς. Σκοτώθηκε. Αυτή είναι μια τραγική ιστορία. Τραγικό τέλος. Ξαναγυρνάω στο τότε. Κάναμε αυτές τις δυο ταινίες, κάναμε και κάποιες άλλες. Είχαμε βάλει θέματα να κάνουμε- το χάπι για παράδειγμα ήτανε τότε μια συγκλονιστική ιστορία.
Το αντισυλληπτικό χάπι;
Ναι. Ήτανε τεράστιο γεγονός και έπρεπε να καταγραφεί. Έκανε ο Νίκος μία ταινία, η οποία είναι κωμωδία. Δε θυμάμαι τώρα, δέκα-δεκαπέντε λεπτά; Κάτι τέτοιο.
Γυρίσματα κατά τη διάρκεια του Μάη κάνατε;
Όχι, όχι. Αυτά τώρα που σου περιγράφω έχουν γίνει μετά το Μάη. Μετά τον Μάη αγοράσαμε την κάμερα, το Σεπτέμβρη. Πριν δεν είχαμε κάμερα. Αλλά, εντάξει, τα γεγονότα του Μάη τα έχω ζήσει από κοντά. Εγώ κοιμόμουνα στη Σορβόνη, μετά πήγα στην κατάληψη στο ελληνικό σπίτι, και λίγες μέρες μετά ξαναγύρισα στη Σορβόνη…Με το Μάη φτάνουμε στην κορύφωση ενός κινήματος που κατά κάποιο τρόπο παγκοσμιοποιείται για πρώτη φορά. Οι φοιτητές ακούνε και μαθαίνουνε … κι έτσι λειτουργεί η εξέγερση σαν ένα ντόμινο… Δηλαδή ξεκινάει από κάποια Πανεπιστήμια πες στη Γαλλία ή και ενδεχομένως στις ΗΠΑ, από κάποιες ομάδες φοιτητών που έχουν διαπιστώσει ότι τα πράγματα δεν πάνε άλλο με τον τρόπο που είναι δομημένα τα Πανεπιστήμια… Ένα από τα βασικά αιτήματα του Μάη που γίνεται πραγματικότητα είναι το Πανεπιστήμιο της Βενσέν. Να γίνει ένα Πανεπιστήμιο ανοικτό, ελεύθερο, για όλο τον κόσμο. Που δε θα είναι με τη λογική που είναι τα άλλα, ταξικό δηλαδή, αλλά θα μπαίνουν όλοι οι νέοι άνθρωποι που ενδιαφέρονται για τη γνώση. Δηλαδή θα είναι ένα Πανεπιστήμιο ανοικτό, χωρίς Μπακαλορεά και πτυχία που λέμε και τέτοιες ιστορίες. Είπαμε για το χάπι προηγουμένως. Το χάπι ήτανε μέσα στη λογική αυτής της ιστορίας. Δηλαδή υπήρχε η δυνατότητα τότε να αλλάξουνε τα πράγματα και να αξιώνουνε πράγματα διαφορετικά οι άνθρωποι που σκεφτόντουσαν, που ήτανε η πρωτοπορία ας πούμε, γιατί ήτανε και οι συνθήκες κατάλληλες: είχανε συσσωρεύσει έναν πλούτο οι δυτικές κοινωνίες, είχε αρχίσει η κοινωνία να γίνεται καταναλωτική, αρκετός κόσμος έμπαινε στα Πανεπιστήμια, σπουδάζανε, υπήρχε το χάπι, που άρχιζε να αμβλύνει όλη αυτή τη φοβερή σύγκρουση μεταξύ των δύο φύλων… που έφερνε τους νέους ανθρώπους πιο κοντά και δημιουργούνταν καινούριες ιδέες, καινούρια οράματα, καινούριες ουτοπίες ας πούμε. Και γι’ αυτό έχουμε το Μάη που γίνεται στο Παρίσι, συνήθως στο Παρίσι ξεκινάνε οι εξεγέρσεις, μέσα στους αιώνες θα δεις ότι κάθε φορά στο Παρίσι ξεκινάει το αίτημα για ανατροπή…
Μέχρι τότε έχετε γυρίσει πόσες ταινίες;
Μία ταινία δική μου, το «Ένα», μία του Νίκου, εγώ παίζω εδώ αλλά δε θυμάμαι πώς τη λένε, την Anticonception του Νίκου, τρίτη και κάποιες πειραματικές… Όλα στα 16mm και ασπρόμαυρα, εκτός από την Anticonception που είναι έγχρωμη. Έχουμε κάνει και κάποια ψαξίματα, αφού έχουμε μελετήσει τις λήψεις φτιάχνουμε και τράβελινγκ μόνοι μας με απλές κατασκευές, με ξύλα, με σανίδες, με σαπούνι, που είχαν ενδιαφέρον αυτά σαν ψαξίματα. Μετά πάω στη Γερμανία, τέλος του ’68, και κάποια στιγμή με φωνάζει ο Νίκος και ο Σταύρος ότι ξεκινάει η σχολή. Ότι βρήκε λεφτά ο Ζαν Ρους και ξεκινάει. Κατέβηκα λοιπόν Παρίσι, και ξεκινήσαμε. Μαθήματα γινόντουσαν στην Ναντέρ. Δε θυμάμαι πότε ακριβώς, αλλά μάλλον τέλος ‘68 αρχές ‘69. Πρέπει να σου πω ότι την ίδια εποχή στη Βενσέν δημιουργείται επίσης ένα τμήμα για κινηματογράφο το οποίο είναι αστείο, γι’ αυτό πηγαίνουμε κάποιες φορές, αλλά δεν μας ενδιαφέρει και σηκωνόμαστε και φεύγουμε. Πάμε στη Σχολή αυτή που σου λέω στη Ναντέρ. Ο Ζαν Ρους έχει δύο βοηθούς που ήτανε καθηγητές. Επίσης διδάσκει ιστορία κινηματογράφου ο Λανγκλουά.
Της ταινιοθήκης…
Ναι, ναι. Ο Ανρί Λανγκλουά ήτανε εμπνευσμένος άνθρωπος, εξαιρετικός. Σαν σινεφίλ ξεκίνησε, αλλά βέβαια με τεράστιο αγώνα είχε μαζέψει παλιές ταινίες, κατεστραμμένες από βομβαρδισμούς κόπιες και τα λοιπά, γιατί ήτανε συλλέκτης και σιγά σιγά ζήτησε και του παραχωρήσανε δύο αίθουσες για να κάνει προβολές. Η μία ήτανε στη Ρι ντ΄ υλμ, στο 5ο διαμέρισμα, στο κέντρο του Παρισιού, και η άλλη αίθουσα στο Τροκαντερό και ήτανε η βασική αίθουσα, η οποία έπαιζε πέντε ταινίες κάθε βράδυ ενώ η άλλη έπαιζε τρεις ταινίες κάθε μέρα. Και έπαιζε όλο τον κλασικό κινηματογράφο. Δηλαδή εκεί είδαμε εμείς κινηματογράφο κι εκεί μάθαμε κινηματογράφο ουσιαστικά. Όλοι αν θέλεις οι άνθρωποι που ασχολούνται και κάνουν κινηματογράφο στο Παρίσι από εκεί περνάνε και κάθονται με τις ώρες, αμέτρητες ώρες. Βλέπαμε σκηνοθέτες να περνάνε από εκεί πολύ σημαντικούς. Ο Λανγλουά μη φαντάζεσαι ότι είχε δύναμη εκείνο τον καιρό. Ήταν ένα πολύ γνωστό πρόσωπο, αλλά δεν είχε καμία δύναμη μέσα σ’ αυτούς τους χώρους. Ήταν ένας άνθρωπος πραγματικά παράξενος, που έκανε το κέφι του, σημαντικός για εμάς τους νέους ανθρώπους. Ο Λανγλουά έφερνε σημαντικούς Αμερικάνους σκηνοθέτες. Έχω δει Χιούστον, Παζολίνι, που τους έκανε τιμητικά αφιερώματα. Αργότερα βέβαια έγινε ένα πρόσωπο πολύ σημαντικό. Τέλος πάντων. Τότε ήρθε και δίδαξε σε μας θεωρία, ιστορία κινηματογράφου. Ήταν και με μία γυναίκα περίεργη κάπως σαν τη Σαρακίνα στην ταινία του Φελλίνι -δε θυμάμαι πια πώς τη λέγανε… Εμείς τη λέγαμε «η τρελή του Σαγιό»… Τέλος πάντων, πολύ συμπαθές ζευγάρι. Έρχονταν κάθε βράδυ, κάθονταν και μας κοίταζαν, τους ενδιέφερε αυτός ο κόσμος ο πολύχρωμος κόσμος των νέων ανθρώπων που ήθελαν να μάθουν κινηματογράφο. Και καθόντουσαν μιλούσανε μαζί μας και ήτανε έτσι πολύ οικείοι, όπως ήτανε και στη σχολή εθνολογικού ντοκιμαντέρ στο Πανεπιστήμιο της Ναντέρ με τον καθηγητή και σκηνοθέτη-εθνολόγο Ζαν Ρους. Σημαντικός καθηγητής επίσης ήταν ο βοηθός του ο Έλληνας Κώστας Φωτεινός. Ό,τι διδαχτήκαμε εμείς, το διδαχτήκαμε εκεί. Και πρέπει να σου πω ότι στη σχολή ήτανε και η πρώτη φορά που είδαμε και δουλέψαμε με βίντεο. Γιατί είχε δώσει στη σχολή η Σόνυ τρεις κάμερες για πλατό, πρέπει να ήτανε οι πρώτες που είχανε βγει στο εμπόριο, και κάναμε γυρίσματα με βίντεο. Ο Κώστας Φωτεινός έμαθα αργότερα ότι πήγε στο Ινστιτούτο Κινηματογραφίας του Καναδά…
Τελειώσατε τη Σχολή ή παρακολουθήσατε μέχρι κάποιο διάστημα;
Όχι, αποφοιτήσαμε κανονικά. Ήταν ένα χρόνο. Εντάξει δεν έπαιρνες δίπλωμα και τέτοια, πήρα όμως μια βεβαίωση σπουδών. Και μ’ αυτή δηλαδή μπήκα και στην τηλεόραση. Είχα κάνει και μια σχολή οπερατέρ στο Μόναχο. Ζούσα στη Φρανκφούρτη εκείνα τα χρόνια. Στο Μόναχο παρακολούθησα την ιδιωτική σχολή οπερατέρ, στην οποία δίδασκε ένας Τσεχοσλοβάκος οπερατέρ.. Και στην τηλεόραση τη γερμανική δούλεψα ως κάμεραμαν, στο ειδησεογραφικό τμήμα. Έχω κάνει και μερικά ντοκιμαντέρ, αλλά βασικά στις ειδήσεις.
Επέστρεψες μετά στη Γαλλία;
Όχι στη Γαλλία δεν επέστρεψα. Πήγα μόνο για τη σχολή. Επέστρεψα στη Γερμανία, έκανα τη σχολή στο Μόναχο και μετά μπαίνω στην τηλεόραση. Παίρνω τα χαρτιά μου, κάθισα δυο χρόνια, έκανα αυτή τη δουλειά που μου φάνηκε εντελώς ανούσια και σηκώθηκα και έφυγα. Στην Ελλάδα επέστρεψα το ’74. Στη Γερμανία όμως όταν πρωτοπήγα κάνω αρκετές ταινιίτσες με σούπερ 8. Γιατί έχει βγει το σούπερ 8 τότε και αγοράζω μια κάμερα. Την κάμερα την άλλη την έχει κρατήσει ο Νίκος στη Γαλλία. Την Zeiss. Μάλιστα την εκθέτει νομίζω και στο σινεμά, στο Φιλίπ. Καταπληκτική κάμερα, και καταπληκτική ποιότητα φακών. Είναι μουσειακό κομμάτι. Κι εγώ κάποια στιγμή είχα μεγάλη μανία και μάζευα κινηματογραφικά μηχανήματα από τις αρχές του κινηματογράφου και βιβλία θεωρίας του κινηματογράφου σε όλες τις γλώσσες αλλά μου τα ‘χουνε κλέψει. Μου τα είχε ζητήσει κάποιος να τα εκθέσει και χάθηκαν. Και είχα πολλές μηχανές προβολής, μια μαγική λατέρνα με τις γυάλινες ζωγραφισμένες διαφάνειες, προζέκτορες φίλμ, είχα και αρκετές μηχανές προβολής και λήψης 16mm και 35άρες. Όλα παλιά όμως, έτσι;
Για τις οχτάρες ταινίες θα ήθελα να μου πεις
Έκανα σούπερ 8, επειδή τότε γύρω στο 70-71 εμφανίζεται μαζικά αυτό. Παίρνω μία κάμερα σούπερ 8 και προσπαθώ να κάνω ταινίες με σενάρια.
Τι κάμερα είχες;
Γιαπωνέζικη, γνωστή κάμερα… Ενδεχομένως Σόνυ, δεν είναι όμως σίγουρο, γιατί την έχω πουλήσει αργότερα. Μ’ αυτή έκανα πάντως πολλές ταινίες. Στην αρχή ξεκίνησα μοντάζ, ξέρεις αγόρασα μουβιόλα, κολλέζα, όλα αυτά, τα έκανα μόνος μου και έχω κάνει πολλές ταινίες. Εκείνο τον καιρό ήρθε και ο Δήμος Θέος και μέναμε μαζί, στη Φρανκφούρτη.
Πόσες ταινίες σούπερ 8 έχεις κάνει;
Δέκα, δώδεκα. Πολλές.
Τίτλους θυμάσαι;
Τίτλους; Δε θυμάμαι… Τις έχω πάντως, αλλά μάλλον θα ξεκολλάνε τώρα. Δεν τις έχω δει δηλαδή ξανά ποτέ.
Άλλες ταινίες που έχεις τραβήξει;
Τράβηξα κάτι, αυτό έχει ένα ενδιαφέρον… Έρχονται για πρώτη φορά στην Ευρώπη όλοι οι τζαζίστες, τα ιερά τέρατα της τζαζ. Έρχονται καμιά τριανταριά τζαζίστες και παίζουνε εκεί σε μια πόλη δίπλα στη Φρανκφούρτη στο Μάιντζ που ήταν οι Αμερικάνοι. Επειδή ήταν η αμερικάνικη βάση. Ήταν η πρώτη φορά που περνάνε όλοι αυτοί οι τζαζίστες τον Ατλαντικό. Πολύ σπουδαίοι μουσικοί… Όπως ήταν ο Άρτ Μπλάκυ ο ντράμερ, αυτός είναι τεράστιος, πολύ μεγάλος. Και ο πιανίστας Τελόνιους Μονκ… Και έχω όλο το υλικό και τη μουσική. Και δεν το έχω κάνει ποτέ μοντάζ. Α, πρέπει να σου πω ότι είμαι ο θεωρητικός τού να κάνεις ταινίες και να μην τις τελειώνεις (γελώντας)…Έχω κάνει άπειρες!
Δούλεψες με βίντεο ή με φιλμ αργότερα;
Στην τηλεόραση δούλευα στις ειδήσεις μόνο με φιλμ 16άρι. Και γενικά όσα χρόνια έχω δουλέψει στην τηλεόραση και έξω και στην Ελλάδα, με φιλμ. Με Μπέτα εγώ ασχολήθηκα τα τελευταία έξι επτά χρόνια. Για τη Σύρο η περιβαλλοντική ταινία που έκανα είναι με Μπέτα. Όπως και το άλλο φιλμ για την Άνω Σύρο.
Με τον Γαβρά είχες γνωριστεί;
Τον έχω γνωρίσει, έχω πάει σπίτι του. Έμενε στο κέντρο του Παρισιού. Και είχα πάει όταν χρειάστηκα τη βοήθειά του, ήθελα να κάνω αυτή την ταινία για τον Ηρόστρατο, ένα αφήγημα του Ζαν-Πολ Σαρτρ. Γύρω στο ΄70 πήγα στο σπίτι του Σαρτρ και έκανα μια κουβέντα με την κόρη του που ήταν υιοθετημένο παιδί της Αλγερίας και τότε δικηγόρος του Σαρτρ για τα δικαιώματα και σ΄εκείνο το ταξίδι επισκέφθηκα το Γαβρά στο σπίτι του για να του ζητήσω να με συνδράμει στην ταινία που δεν γυρίστηκε ποτέ. Τώρα να ξαναγυρίσω στη Γερμανία όμως. Αυτό που έκανα και πάλι δεν τελείωσε, όπως συνήθως, εγώ κατά κάποιο τρόπο ήμουν αφιερωμένος στη λογοτεχνία από πολύ πιτσιρικάς. Λοιπόν έγραφα σενάρια κι έκανα παρέα με λογοτέχνες. Είχα ένα φίλο που μ’ αυτόν ήμαστε πολύ κοντά, έχουμε ζήσει μαζί κάποια χρόνια, το Γιοργκ Φάουζερ, ο οποίος έγινε πολύ γνωστός συγγραφέας κι όταν εμείς με τη Χαρά αργότερα το 1987 πήγαμε για να ζήσουμε στο Βερολίνο, αυτός σκοτώθηκε τότε. Λίγες μέρες πριν πάμε… Σκοτώθηκε στο Μόναχο. Με τον Γιοργκ λοιπόν, ζούσαμε μαζί, στο ίδιο σπίτι- πρέπει να σου πω ότι ήτανε πολύ φίλος και με τον Δήμο Θέο. ‘Ητανε ήδη ένας σημαντικός νέος συγγραφέας τότε ο Γιοργκ… Είχε γράψει ένα βιβλίο για ντραγκς, για την ηρωίνη, γιατί ήτανε χωμένος στην ηρωίνη- και είχε ζήσει στην Ιστανμπούλ, το πρώτο βιβλίο του το έλεγε, Τοφάνη…
Είναι αυτός για τον οποίο γράφεις στο Κείμενο Πάθος;
Ναι, γράφω γι’αυτόν στο Κείμενο Πάθος… Τα πρόσωπα για τα οποία γράφω συνήθως επανέρχονται μες στα βιβλία μου. Έχω γράψει για τον Γιοργκ «ο αγαπημένος μου συγγραφέας» στα Κρυφά ταξίδια…αλλά και στα Τρία Φεγγάρια γράφω το «Περιπλανώμενοι στην Τοφάνη». Με τον Γιοργκ γράψαμε κι ένα σενάριο μαζί. Όταν έφυγα από την τηλεόραση, επειδή είχα σχέσεις και είχα πολλούς φίλους, μου είπε τέλος πάντων ένας διευθυντής παραγωγής να κάνω ό,τι ταινία θέλω και να με χρηματοδοτήσουνε. Ξεκίνησα λοιπόν, κάναμε ένα σενάριο μαζί με τον Γιοργκ, τον τίτλο τον έδωσε ο Γιοργκ, ο τίτλος της ταινίας ήταν «Lazarus goes home». Σ’ αυτή την ταινία που κάναμε γυρίσματα για αρκετό καιρό και την οποία την διέκοψα εγώ βίαια, είπα «α, γαμηθείτε μαλάκες», μου την έδωσε, ήταν όλη η σκηνή της Φρανκφούρτης. Η σκηνή, καταλαβαίνεις τι λέω, ο διαφορετικός κόσμος. Τα πρεζόνια, ξέρεις, όλος αυτός ο κόσμος… Μ’ ενδιέφερε αυτός ο κόσμος, αλλά δε μου πήγαινε, δεν μ’ άρεσε. Είναι όπως σου λέω ότι οκτώ χρόνια τώρα είμαι καπνιστής πνευματικά, χωρίς να καπνίζω. Αλλά είμαι καπνιστής. Τέλος πάντων. Με τον Γιοργκ ξεκινήσαμε να κάνουμε το σενάριο, κάναμε την ταινία. Πρέπει να σου πω ότι είχαμε κάνει πριν ηχητική λογοτεχνία με τον Γιοργκ. Είχαμε κάνει κασέτες και τις πουλάγαμε.
Με απαγγελία;
Σκηνοθετημένα πράγματα. Σκηνοθετούσα διάφορα πράγματα και με μοντάζ και τα λοιπά και την πουλάγαμε σε διάφορα μέρη. Τις κασέτες τις έχει σε φλατ, μαγνητικό ο Σταύρος ο Καπλανίδης. Τα έχει εκείνος. Και είναι πολύ σημαντικό αυτό το λέω τώρα, γιατί τώρα είχανε μια τιμητική του Γιοργκ για τα είκοσι χρόνια από το θάνατό του στο κρατικό θέατρο της Κολωνίας, με κόσμο, σημαντικούς ανθρώπους και τα λοιπά, και δεν το είχα να τους το στείλω. Γιατί το είχανε μάθει και θέλανε πάρα πολύ. Όπως έχουνε γίνει πολλά σάιτ για τον Γιοργκ και θέλουνε ας πούμε να έρθουνε σε επαφή μαζί μου… Τέλος πάντων, εγώ είμαι λίγο παράξενος σ’ αυτά. Το τελευταίο βιβλίο που βγήκε λίγο μετά το θάνατό του το λέει «Πρώτη ύλη». Μέσα σ’ αυτό αναφέρεται και στην ταινία που κάναμε τότε, και αναφέρεται και σε μένα και στον Δήμο τον Θέο. Απλώς έχει αλλάξει τα ονόματα. Δεν θυμάμαι τον Θέο πώς τον λέει, και δεν ξέρω κι αν το ξέρει ο Δήμος. Εμένα με έχει ως «Νίκο». Αυτή η ταινία δεν τελείωσε ποτέ. Ήτανε μια ταινία μεγάλου μήκους.
Ο Γιοργκ έφυγε με τον τρόπο που περιγράφεις στο βιβλίο;
Ναι. Τον σκότωσε αυτοκίνητο στο δρόμο. Δεν ξέρω ακριβώς. Το διάβασα σαν είδηση. Δεν ξέρω αν έγινε ακριβώς έτσι όπως το περιγράφω, αλλά έχω μεγάλη εμπειρία από τροχαία επειδή έκανα ένα ντοκιμαντέρ για την ασφάλεια του αυτοκινήτου κι έχω δει φρικτά δυστυχήματα. Δυο μήνες γύριζα κι έβλεπα όλο νεκρούς. Ανθρώπους που καιγόντουσαν… Στη Γερμανία… Κι έχω παίξει κιόλας στην ταινία το πτώμα. Δηλαδή παίζω κάποιον που οδηγάει, σκοτώνεται και μετά τον πηγαίνουνε, του κάνουνε ανάνηψη μ’ ένα μηχάνημα, όμως, εγώ πεθαίνω τελειωτικά και με βάζουνε μετά στο ψυγείο που βάζουνε τα πτώματα. Μέχρι εκεί έφτασα.
Η σχέση σου με τον κινηματογράφο μέχρι πότε κρατάει; Επαγγελματικά εννοώ…
Μέχρι το 1981. Στην Ελλάδα γύρισα το 1974, στην μεταπολίτευση. Άνοιξα ένα βιβλιοπωλείο τότε, το αναρχικό βιβλιοπωλείο στα Εξάρχεια και παράλληλα άρχισα να δουλεύω στον κινηματογράφο. Από το βιβλιοπωλείο δεν έβγαινα. Μόνο με κλέβανε. Με κλέβανε, δηλαδή παίρνανε, ό,τι βιβλίο ήθελε ο καθένας έμπαινε και το έπαιρνε. Δεν έβγαζα λεφτά ας πούμε. Μαζεύτηκε κι ένας κόσμος φοβερός, φίλοι δηλαδή, που θέλανε όλοι να φάνε. Και δούλευα στον κινηματογράφο όποτε μπορούσα. Μέχρι το 1981, που ήμαστε πλέον με τη Χαρά. Δούλευα δυο-τρεις φορές το χρόνο σε ταινίες, ξένες παραγωγές ως επί το πλείστον, κι έβγαζα αρκετά λεφτά.
Σε ποιες παραγωγές έχεις δουλέψει εδώ, θυμάσαι;
Μια στη Σπιναλόγκα, ήταν πεντάωρο τηλεοπτικό, αλλά ούτε θυμάμαι πώς το λέγανε. Για τη γερμανική τηλεόραση… Στη Σπιναλόγκα γίνανε πολλά γυρίσματα, αλλά γίνανε και σε άλλα μέρη της Κρήτης. Και υπάρχουν ιστορίες καταπληκτικές, γιατί γίνανε μεγάλες πλάκες, αλλά δεν είναι του παρόντος. Αυτά θα τα πούμε μια άλλη φορά μεταξύ μας, εννοώ αν σε ενδιαφέρουνε. Αλλά εκεί έκανα μετάφραση στο σενάριο, μια από τις δουλειές. Μετά ήμουνα γενικών καθηκόντων, γιατί ήμουνα αυτός που μιλούσε γερμανικά και αγγλικά… Στην προεργασία όλη, γιατί η προεργασία- εμένα μ’ ενδιέφερε να δουλεύω στην προεργασία των ταινιών, γιατί δουλεύεις τρεις με πέντε μήνες, ενώ στα γυρίσματα είναι ένας μήνας το πολύ δύο. Και στην προεργασία έχω δουλέψει πολύ στα σκηνικά, για πολλές ταινίες. Μαζί με ένα φίλο που κάναμε σκηνικά μαζί, τον Γιώργο τον Κολιοπάντο που είχε εργαστήριο, πολύ γνωστό πρόσωπο, αλλά έχει πεθάνει εδώ και πολλά χρόνια, έχουμε κάνει αγάλματα, αξεσουάρ, διάφορα πράγματα που χρησιμοποιούνταν στα γυρίσματα της ταινίας Καζινό Ρουαγιάλ, στην Κέρκυρα, με τον Τζέιμς Μποντ…
Πώς βρέθηκες στη Σύρο;
Κατ’ αρχήν έχω ζήσει στα νησιά σαν παιδί. Κι έχω ζήσει στα νησιά σαν παιδί ένα ταξίδι μέσα στο χρόνο. Για πρώτη φορά όταν ήμουνα έξη χρονών ήρθα από την Αθήνα με τον πατέρα μου στην Τήνο, σ’ ένα μικρό χωριό. Κι αυτό το ταξίδι για μένα, έτσι όπως το βίωσα, ήταν ένα ταξίδι μες στο χρόνο. Ένα ταξίδι στο Μεσαίωνα. Από την Αθήνα και την αίγλη μιας μεγάλης πόλης βρέθηκα ξαφνικά στον 13ο –12ο αιώνα. Σ’ ένα μέρος που δεν υπήρχε ούτε δρόμος, ούτε νερό στα σπίτια, ούτε ηλεκτρισμός. Ένα μαγαζάκι υπήρχε μόνο που ήτανε απ’ όλα, ταβέρνα, μπακάλικο…Και στην επόμενη επίσκεψη που κάναμε δύο χρόνια μετά είχανε και το πρώτο ραδιόφωνο. Ένα ραδιόφωνο με μια τεράστια ξηρά μπαταρία και μαζευόντουσαν όλοι κι ακούγανε το βράδυ τις ειδήσεις. Έζησα το μεσαίωνα. Αυτή η γοητεία των νησιών υπήρχε μέσα μου, κι αυτό δεν μπόρεσα να το ξεχάσω. Ζώντας λοιπόν από δω κι από κει σε διάφορα μέρη, κάποια στιγμή με τη Χαρά αποφασίσαμε να γυρίσουμε στην Ελλάδα, να πάμε σε κάποια επαρχία. Ε, κοιτώντας επάνω στο χάρτη στην ελληνική εφημερίδα που παίρναμε έξω στο Βερολίνο, είδαμε να πουλιούνται πολλά σπίτια εδώ στην Ερμούπολη εκείνη την εποχή. Κι αυτός ήταν ο λόγος. Θέλαμε ν’ αγοράσουμε κάτι, δεν μπορούσαμε να πληρώνουμε νοίκια κι αυτά, κι αποφασίσαμε να αγοράσουμε ένα σπιτάκι. Βρήκαμε αυτό το ερείπιο, δούλεψα προσωπικά πολύ…Μας άρεσε πολύ η Άνω Σύρος, θέλαμε να βλέπουμε μπροστά μας… το πέλαγος. Έχει και μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία η Ερμούπολη… Ξέρεις, στα νησιά υπάρχει η ενδογαμία. Πας και βλέπεις τρία επίθετα και όλοι μοιάζουνε μεταξύ τους. Εδώ υπάρχει το αντίθετο. Πανσπερμία. Δηλαδή σπέρμα από παντού, που εκτοξευόταν προς πάσα κατεύθυνση. Μετανάστες απ’ όλα τα μέρη. Γι’ αυτό το λόγο υπάρχουν ακόμη και σήμερα συνοικίες που κρατάνε τη δική τους ταυτότητα: το Βροντάδο που είναι Χιώτες, τα Ψαριανά από κάτω, οι Κασιώτες στα Βαπόρια, η Νεάπολη που έχει πρόσφυγες του 1922, το δεύτερο κύμα προσφύγων μετά το 1822 που γίνεται η Ερμούπολη… Η Ερμούπολη ήταν μια πόλη που δεχόταν κύματα μεταναστών. Έχει δεχτεί κατά καιρούς πάρα πολλούς ανθρώπους, πρόσφυγες, διωκόμενους… Και η πόλη αυτή των διωκόμενων δεν έχει μνήμη και σήμερα γίνεται πόλη ξενοφοβική, πόλη που διώχνει τους ανθρώπους που έρχονται από άλλα μέρη. Εγώ έχω υποστεί διώξεις εδώ πέρα. Τέλος πάντων. Απειλές και τα λοιπά. Δεν είναι τώρα του παρόντος αλλά το λέω. -
Είχες ποτέ συνέπειες για αυτά που έγραφες; Για παράδειγμα θυμάμαι τη σκηνή στο Κείμενο Πάθος με το ζευγάρι να κάνει έρωτα μέσα στην εκκλησία. Αυτά περάσανε αναίμακτα;
Ναι. Θα σου απαντήσω σ’ αυτό. Είναι μια καλή ερώτηση. Σκληρή ερώτηση κατά κάποιο τρόπο. Κοίταξε, εγώ επέλεξα έναν δρόμο στη ζωή μου που δεν ξέρω αν είναι δρόμος σύγκρουσης. Για μένα δεν είναι συγκρούσεις αυτές, με την έννοια ότι αυτές είναι οι απόψεις μου, δεν τις διαπραγματεύομαι, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είμαι δογματικός. Είμαι άνθρωπος ανοιχτός, δηλαδή προσπαθώ να είμαι και έχω μάθει από τις γυναίκες να είμαι διαλλακτικός. Δεν είμαι στενοκέφαλος, δεν είμαι άνθρωπος που δεν ακούει, αλλά κάποια θέματα που έχουν σχέση με τις ιδέες μου, την ηθική μου ή με τις αξίες μου δεν τα διαπραγματεύομαι. Αυτό είναι όλο. Και δεν διαπραγματεύομαι το θέμα της γραφής και το ζήτημα του γραψίματος. Σ΄ αυτό λοιπόν είμαι απόλυτος. Δεν είμαι άνθρωπος που θα καθόμουνα στο σινεμά για να βγάζω τα λεφτά μου. Διέκοψα το σινεμά, γιατί ήθελα να αφιερωθώ στο γράψιμο. Αυτός ήταν ο λόγος που σταμάτησα να δουλεύω στον κινηματογράφο. Βεβαίως ήταν και το ότι με ενοχλούσαν πάρα πολύ οι συνάδελφοι, με ενοχλούσε η χυδαιότητα, ο κυνισμός και το χαμηλό επίπεδο πολλών. Πραγματικά δεν μπορούσα να είμαι μέσα σ’ ένα χώρο που οι δημιουργοί δεν ψαχνόντουσαν, δεν κάνανε προσπάθειες να γίνουνε καλύτεροι. Δε βλέπανε έξω από τη μύτη τους. Λίγοι είναι αυτοί και γι’ αυτό σου μίλησα για τον Κώστα Φέρρη και για τον Δήμο Θέο και κάποιους άλλους που ψαχτήκανε και ματώσανε στη ζωή τους. Αυτά τα πρόσωπα ήταν άνθρωποι που γνώριζαν τέχνες, ζωγραφική, λογοτεχνία, διάβαζαν, ψαχνόντουσαν… Πήγα για μια μέρα στα γυρίσματα της ταινίας Βαρύ Πεπόνι κι έφυγα άρον άρον αφού άκουσα 3-4 ώρες τον αποκτηνωμένο σκηνοθέτη της ταινίας να βρίζει τους ηθοποιούς, το συνεργείο και ανάμεσα σ’ αυτούς κι έναν εξαιρετικό άνθρωπο, σπουδαίο μικρομικά, τον Φοίβο Κωνσταντινίδη, που έκανε τη διεύθυνση παραγωγής με χριστοπαναγίες και ψωλοχυσίματα. Είπα «άντε γαμήσου κι εσύ κι η ταινία σου» κι έφυγα… -
Κάτι τελευταίο. Μερικές φορές ξεκινάς ένα βιβλίο εξηγώντας τι ήταν εκείνο που σε έβαλε στην περιπέτεια της γραφής. Μια εισαγωγή στην οποία αναφέρεσαι στην διαδικασία της γραφής και στο πώς μπήκες στο τριπ να γράψεις το βιβλίο.
Ναι, δεν ξέρω… Σαν αίσθηση αυτό τι δίνει; Έχει ενδιαφέρον να το ακούσω. Εσύ πώς το εισέπραξες ως αναγνώστης; Σε βοήθησε να μπεις στο κλίμα;
Με βοήθησε για το ακριβώς αντίθετο, να μην ταυτιστώ με το κλίμα του βιβλίου. Μου έφερε λίγο στο μυαλό εκείνα τα πλάνα ταινιών που φαίνεται μέσα και το συνεργείο.
Πολύ ωραίο. Και νομίζω ότι το εξηγείς καλύτερα απ’ ό,τι θα το εξηγούσα εγώ.-
( η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Τυφλόμυγα", τ. Απριλίου-Μαίου 2010)