Ελένη Κονιδάρη: Επιβάτες
Οι επιβάτες κουράστηκαν να περιμένουν τον καρβουνιάρη, ώρα περασμένη στην αποβάθρα του επαρχιακού σταθμού. Στράφηκαν προς τον τοίχο για να συσπειρώσουν καλύτερα την ακοή τους, για να ακούσουν από μακριά τις ρόδες του τρένου να στριγκλίζουν πάνω στις ράγες. Και για να παρακολουθήσουν το φανταστικό έργο που προβάλλεται στον άδειο τοίχο. Μια βουβή ταινία σε καμένη σέπια σαν φθινοπωρινό στρώμα από σάπια φύλλα. Φαινομενική πλήξη, κραυγαλέα παρακμή. Ο ένας επιλέγει την απομυθοποίηση των γερμένων ώμων και των ποδιών σε ανάπαυση. Ο άλλος σέβεται το στυλιζάρισμα του κουστουμιού. Άγνωστοι άνθρωποι, δίχως σχέση; Απάτη. Η απόσταση βολής τους προδίδει. Από τις τσέπες είναι έτοιμα να προβάλουν τα περίστροφα μιας θανάσιμης μονομαχίας. Μα τα ψευτοκομψευόμενα λευκά παγκάκια της λουτρόπολης δε θα απορροφήσουν το αίμα. Αυτό θα προσθέσει μερικές ακόμα κηλίδες στο ρυπαρό δάπεδο, απομακρύνοντας και τη μηδαμινή ελπίδα ότι οι επιβάτες μας είναι οι ρωμαλέοι μαχητές της πλατφόρμας ενός ρετρό matrix.
Πυροβόλησαν ταυτόχρονα, δεν επιβίωσε κανείς. Η τιμωρία για το φόνο είναι η αιώνια επανάληψη των τελευταίων κρίσιμων στιγμών. Το καράβι προς τον Αχέροντα αντιγράφει το ντεκόρ της σκηνής του φονικού. Οι δράστες καθηλώνονται στο πάγωμα του χρόνου, για πάντα έτοιμοι να πάρουν ξανά την ίδια μοιραία απόφαση, συμφιλιωμένοι με την ιδέα του αναπόδραστου. Μόνο που στην οθόνη δεν βλέπουν πια τον τοίχο, αλλά την άρρωστη ομίχλη πάνω απ' την ακίνητη θάλασσα. Και στις τσέπες αντί για το όπλο, ψηλαφίζουν το κέρμα για το βαρκάρη που παραστέκει, ατενίζοντας την επικράτειά του.
Κείμενα: Ελένη Κονιδάρη
Φωτογραφίες: από το αρχείο της εταιρίας «Των Ανωνύμων»